-
1 конь
-я, πλθ. кони, -ей α.1. άλογο, ίππος, άτι (κυρίως για αρσενικό).2. (στο σκάκι) άλογο.3. εφαλτήριο.εκφρ.по коням – κ. παλ. на конь (παράγγελμα) επί τον ίππον, καβάλα•не в -я корм – δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδάρων άχυρο•дарёному -ню в зубы не смотрят – παρμ. κάποιου χάριζαν γάιδαρο κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια•конь ещё не валялся – ακόμα τίποτε δεν έγινε•ход -ём – ξεκινώ αποφασιστικά.
См. также в других словарях:
Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια … Dictionary of Greek
хозяйский глаз смотрок! — Ср. Глаз хозяина откармливает лошадей. Екатерина II. Ср. Des Herrn Auge macht das Pferd fett. Des Herrn Fuss düngt den Acker wohl. Ср. L oeil du fermier: vaut fumier. Ср. L oeil du maitre engraisse le cheval. Ср. La Fontaine. Fable. 4, 21. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Хозяйский глаз смотрок! — Хозяйскій глазъ смотрокъ! Ср. Глазъ хозяина откармливаетъ лошадей. Екатерина II. Ср. Des Herrn Auge macht das Pferd fett. Des Herrn Fuss düngt den Acker wohl. Ср. L’oeil du fermier: vaut fumier. Ср. L’oeil du maitre engraisse le cheval. Ср. La… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
VOLUTABRUM — in Glossis κολίςτρα ζώων, proprie de apris et suibus, hinc de equis: de quibus capiendus Glossarum hic locus. Nam ζῶα Graeci, absolute plerumque equos appellant, ut et ἄλογα. Hos in arena prope amnem aut lacum volutare Veteres consuefaciebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… … Dictionary of Greek
προσδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α δέχομαι κάτι ευχαρίστως νεοελλ. δέχομαι επιπροσθέτως |] αρχ. 1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο 2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι… … Dictionary of Greek
STHENELUS — I. STHENELUS Actoris fil. unus ex iis, qui Herculem expeditione contra Amazonas sunt comitati; e bello rediens ab una Amazonum sagittâ interemptus ac in Paphlagoniae litore sepultus est. Cum Argonautae illac iter facerent, a Proserpina impetravit … Hofmann J. Lexicon universale
μυωπίζω — (ΑΜ) [μύωψ (II)] 1. (για ζώο) κεντώ με το σπιρούνι («μυωπίζειν τε καὶ μαστιγοῡν τὸν ἵππον», Ξεν.) 2. μτφ. παρακινώ, ερεθίζω, υποκινώ κάποιον έντονα αρχ. (το παθ.) μυωπίζομαι (για το άλογο και το βόδι) ενοχλούμαι, ερεθίζομαι από τον οίστρο,… … Dictionary of Greek
προσαναστέλλω — Α 1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.) 2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»] … Dictionary of Greek